- αντισυγκλητος
- ἀντισύγκλητοςἀντι-σύγκλητοςἥ «антисенат»
(τοὺς περὴ αὑτὸν δορυφορους ἀντισύγκλητον ὠνόμαζεν ὅ Μάριος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τοὺς περὴ αὑτὸν δορυφορους ἀντισύγκλητον ὠνόμαζεν ὅ Μάριος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀντισύγκλητον — ἀντισύγκλητος counter senate fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)